ἐλύμων

ἐλύμων
ἔλυμος
case
masc gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ἐλύμων — Ἔλυμοι masc gen pl Ἔλυμος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έρυξ — Αρχαίος οικισμός στο ομώνυμο βουνό της δυτικής Σικελίας. Κατά τη μυθολογία, στο βουνό αυτό ιδρύθηκε αρχικά ένα ιερό προς τιμήν της Αφροδίτης Αστάρτης, το οποίο, όπως πίστευαν, θεμελίωσε ο Έρυξ ή ο Αινείας, γιοι και οι δύο της Αφροδίτης. Αργότερα …   Dictionary of Greek

  • έλυμος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ένας από τους φυγάδες Τρώες, νόθος γιος του Αγχίση, γενάρχης του αρχαίου σικελικού λαού των Ελύμων και επώνυμος της σικελικής πόλης Έλυμα. Έφτασε στη Σικελία πριν από τον Αινεία, μαζί με τον Αιγέστη ή Άκεστο.… …   Dictionary of Greek

  • πάνορμος — I Όνομα διαφόρων αρχαίων πόλεων και λιμανιών. 1. Λιμάνι στην Ερυθρά, που αναφέρεται από τον Διόδωρο τον Σικελιώτη. 2. Λιμάνι της Αττικής στη Λαυρεωτική, ανάμεσα στο Σούνιο και την Κυνόσουρα του Μαραθώνα, γνωστό σήμερα με το όνομα Μαντρί,… …   Dictionary of Greek

  • Σεγέστα ή Έγεστα — Αρχαία πόλη των Ελύμων στη Σικελία, της οποίας τα ερείπια σώζονται σε απόσταση 4 χλμ. από το Καλαταφίμι. Ύστερα από μακροχρόνιο πόλεμο με το Σελινούντα, βρέθηκε σε πόλεμο με τις Συρακούσες και ζήτησε τη βοήθεια των Αθηναίων, η επέμβαση των οποίων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”